ορθογραφία

ορθογραφία
1) dictée
2) orthographe

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ὀρθογραφία — ὀρθογραφίᾱ , ὀρθογραφία orthography fem nom/voc/acc dual ὀρθογραφίᾱ , ὀρθογραφία orthography fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθογραφίᾳ — ὀρθογραφίᾱͅ , ὀρθογραφία orthography fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθογραφία — Η σύμφωνα με τους κανόνες της γραμματικής, γραφή των λέξεων. Διακρίνεται σε φωνητική και ιστορική ο. Η πρώτη έχει σχέση με την όσο το δυνατό ακριβέστερη απόδοση της σημερινής προφοράς των λέξεων και των τύπων κάποιας γλώσσας ή της προφοράς της… …   Dictionary of Greek

  • ορθογραφία — η η σωστή, από άποψη γραμματικών κανόνων, γραφή: Δεν ξέρεις ορθογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀρθογραφίας — ὀρθογραφίᾱς , ὀρθογραφία orthography fem acc pl ὀρθογραφίᾱς , ὀρθογραφία orthography fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθογραφίαν — ὀρθογραφίᾱν , ὀρθογραφία orthography fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομμούνα — Βλ. λ. Κομούνα. * * * η 1. η κοινότητα ως ανώτατη πολιτική (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) εξουσία 2. το σύνολο τών κομμουνιστών 3. (υβριστικά) κομμουνιστής 4. φρ. «κομμούνα τού Παρισιού» α) η δημοτική αρχή τού Παρισιού κατά τη διάρκεια τής… …   Dictionary of Greek

  • οξιά — Δέντρο της οικογένειας των φηγιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία της είναι φηγός η δασική. Υπερβαίνει συχνά τα 30 μ. σε ύψος και σχηματίζει θαυμάσια δάση στις πλαγιές των βουνών στο μεγαλύτερο μέρος της εύκρατης ζώνης. Στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • ορθογραφικός — ή, ό [ορθογραφία] 1. αυτός που αναφέρεται στην ορθογραφία («ορθογραφικό λεξικό») 2. φρ. «ορθογραφική αζιμουθιακή προβολή» (χαρτ.) είδος αζιμουθιακής προβολής, κατά την οποία η γήινη επιφάνεια προβάλλεται κάθετα πάνω στο επίπεδο. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • φωνητικός — ή, ό / φωνητικός, ή, όν, ΝΜΑ [φωνῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνή ή αυτός που συντελείται με τη φωνή (α. «φωνητική μουσική» μουσική που εκτελείται χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων β. «φωνητικὸν μέρος τῆς ψυχῆς», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (για …   Dictionary of Greek

  • орфография — Из греч. ὀρθογραφία, сближенного в отношении ударения с лат. orthographia …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”